- ἀποπλέοντας
- ἀποπλέωsail awaypres part act masc acc pl (epic doric ionic aeolic)ἀποπλέωsail awaypres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκπλέω — (AM ἐκπλέω) αποπλέω αρχ. 1. παραπλέω («ἀλλ ὅτε πέτρας πληγάδας ἐξέπλωμεν», Απολλ. Ρόδ.) 2. διαπλέω 3. αποπλέοντας αποφεύγω κάτι … Dictionary of Greek